Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κιμωλία

  • 1 κιμωλία

    [кимолиа] ουσ. θ. мел.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κιμωλία

  • 2 мел

    мел м η κιμωλία
    * * *
    м
    η κιμωλία

    Русско-греческий словарь > мел

  • 3 замелить

    ρ.σ.μ. καλύπτω, αλείφω με κιμωλία•

    замелить стену αλείφω τον τοίχο με κιμωλία.

    Большой русско-греческий словарь > замелить

  • 4 мелить

    1. ρ.δ.μ. κάνω τι μικρό, μικραίνω•

    не мели так, пиши крупнее μη κάνεις τόσο μικρά γράμματα, γράφε μεγαλύτερα.

    2. ρ.δ.μ. τρίβω με κιμωλία•

    мелить бильярдный кий τρίβω με κιμωλία τη στέκα του μπιλιάρδου.

    Большой русско-греческий словарь > мелить

  • 5 меловой

    επ.
    1. κρητιδικός, με κιμωλία-κρητιδούχος.
    2. κρητιδοειδής, άσπρος σαν κιμωλία.
    3. (γεωλ.) της κρητιδικής περιόδου.
    εκφρ.
    меловой период – η κρητιδική περίοδος.

    Большой русско-греческий словарь > меловой

  • 6 намелить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-меленный, βρ: -лен, -лена, -лею
    τρίβω με κιμωλία.
    λερώνομαι με κιμωλία.

    Большой русско-греческий словарь > намелить

  • 7 обмелить

    -лго, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмеленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ. περνώ με κιμωλία. || λερώνω με κιμωλία.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. обмелить1) ρ.σ. καθιστώ ρηχό.

    Большой русско-греческий словарь > обмелить

  • 8 мел

    I.
    (белый известняк) η κιμωλία.
    II.
    (внесистемная единица высоты звука) η μονάδα ήχου μελ (mel).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мел

  • 9 шнур

    1. (плетёная верёвка) το σχοινί, ο σπάγγος
    вос-пламенительный - το πυρείο, το φιτίλι
    гибкий - (тлф.) ελαστικό -
    уплотняющий маш. - στεγανοποίησης
    2. (электрический провод) το (ηλεκτρικό) καλώδιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шнур

  • 10 мел

    мел
    м ἡ κιμωλία, τό τεμπεσίρι / ἡ ἀσ-βεστόσκονη, τό ἀσβεστόνερο (раствор для побелки).

    Русско-новогреческий словарь > мел

  • 11 меловой

    мелов||ой
    прил
    1. ἀπό κιμωλία, κρη-τιδικός:
    \меловойая бумага κολλητικός χάρτης·
    2. геол. κρητιδικός:
    \меловой период ἡ κρητι-δική περίοδος.

    Русско-новогреческий словарь > меловой

  • 12 мел

    [μιέλ] ουσ. α κιμωλία

    Русско-греческий новый словарь > мел

  • 13 меловой

    [μιελοβόί] εκ από κιμωλία

    Русско-греческий новый словарь > меловой

  • 14 мел

    [μιέλ] ουσ α κιμωλία

    Русско-эллинский словарь > мел

  • 15 меловой

    [μιελοβόϊ] εκ από κιμωλία

    Русско-эллинский словарь > меловой

  • 16 замеливать

    ρ.δ.μ.
    βλ. замелить.
    καλύπτομαι, αλείφομαι με κιμωλία.

    Большой русско-греческий словарь > замеливать

  • 17 мел

    α.
    κιμωλία η λευκή, κρητίδα. || τεχνητή κρητιδόσκονη, στόκος.

    Большой русско-греческий словарь > мел

  • 18 обмеливать

    ρ.δ.
    βλ. обмелить?.
    λερώνομαι με κιμωλία.

    Большой русско-греческий словарь > обмеливать

  • 19 писать

    пишу, пишешь, μτχ. ενστ. пишущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. писанный, βρ: -сан, -а, -о
    επιρ. μτχ. δεν έχει
    ρ.δ.μ. κ. αμ.
    1. γράφω•

    писать буквы γράφω γράμματα•

    писать цифры γράφω αριθμούς•

    писать неразборчиво γράφω δυσανάγνωστα•

    писать мелом γράφω με κιμωλία•

    писать чернилами γράφω με μελάνη•

    перо не -ет η πένα δε γράφει•

    писать заявление γράφω αίτηση•

    писать под диктовку γράφω καθ υπαγόρευση.

    || συγγράφω•

    -рассказы γράφω διηγήματα.

    || συνθέτω•

    писать оперу γράφω μελόδραμα.

    2. ανακοινώνω, γνωστοποιώ εγγράφως•

    газеты -ут о варварствах оккупантов οι εφημερίδες γράφουν για τις βαρβαρότητες των καταχτητών.

    3. ζωγραφίζω•

    картину ζωγραφίζω πίνακα•

    писать с натуры ζωγραφίζω εκ του φυσικού.

    || παρασταίνω.
    εκφρ.
    писать вензеля (вавилоны) – παραπαίω, τρικλίζω, ταλαντεύομαι (για μεθυσμένο).
    γράφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > писать

  • 20 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

См. также в других словарях:

  • Κιμωλία — Κιμωλίᾱ , Κιμώλιος Cimolian earth fem nom/voc/acc dual Κιμωλίᾱ , Κιμώλιος Cimolian earth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Κιμωλίᾱ , Κιμωλία Cimolian earth fem nom/voc/acc dual Κιμωλίᾱ , Κιμωλία Cimolian earth fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμωλίᾳ — Κιμωλίᾱͅ , Κιμώλιος Cimolian earth fem dat sg (attic doric aeolic) Κιμωλίαι , Κιμωλία Cimolian earth fem nom/voc pl Κιμωλίᾱͅ , Κιμωλία Cimolian earth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • κιμωλία — η τεμπεσίρι: Στον πίνακα γράφουμε με κιμωλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κιμώλια — Κιμώλιος Cimolian earth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμωλίας — Κιμωλίᾱς , Κιμώλιος Cimolian earth fem acc pl Κιμωλίᾱς , Κιμώλιος Cimolian earth fem gen sg (attic doric aeolic) Κιμωλίᾱς , Κιμωλία Cimolian earth fem acc pl Κιμωλίᾱς , Κιμωλία Cimolian earth fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμωλίαν — Κιμωλίᾱν , Κιμώλιος Cimolian earth fem acc sg (attic doric aeolic) Κιμωλίᾱν , Κιμωλία Cimolian earth fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρητίδα — η 1. ασβεστολιθικό λευκό ή πάρα πολύ ωχρό εύθρυπτο πέτρωμα, κν. κιμωλία 2. κοντύλι κατασκευασμένο από κιμωλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήτη «κιμωλία». Η λ., στον λόγιο τ. κρητίς, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού… …   Dictionary of Greek

  • Μπρεχτ, Μπέρτολτ — (Bertholt Brecht, Άουγκσμπουργκ 1898 – Βερολίνο 1956). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική και στην αρχή ήταν ένας ρομαντικός τύπος με έντονες αναρχικές τάσεις. Στο πρώτο του δράμα (Βάαλ), γραμμένο το 1918, συγκεντρώνει σ’ έναν… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»